ῥοθιάς
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
ῥοθιάδος, ἡ, poet. fem. of ῥόθιος, dashing, κώπη A.Pers.396.
German (Pape)
[Seite 847] άδος, ἡ, bes. poet. fem. zu ῥόθιος, rauschend, κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολή, Aesch. Pers. 388.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f;
c. ῥόθιος.
Russian (Dvoretsky)
ῥοθιάς: άδος Aesch. adj. f к ῥόθιος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοθιάς: -άδος, ἡ, θηλ. ποιητ. τοῦ ῥόθιος, πλήττουσα μετὰ ῥόθου, παταγοῦσα, κώπη Αἰσχύλ. Πέρσ. 396.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ῥοθιάς: -άδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του ῥόθιος, ορμητική, παταγώδης, θορυβώδης, σε Αισχύλ.