ἐνάμαρτος
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
English (LSJ)
[ᾰμ], ον, sinful, faulty, and Adv. ἐναμάρτως = sinfully, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ον
1 malvado, culpable ἡ ἐνάμαρτος καὶ ἀκάθαρτος φύσις Phys.14b, πράξεις Iul.Ar.39.18
•neutr. subst. τὸ ἐνάμαρτον = maldad, perversidad Tat.Orat.16.10.
2 crist. pecador βίος Nil.M.79.864D, ψυχή Marc.Er.Iustif.75.
3 imperfecto, defectuoso σώματα Cyran.pról.p.18.81.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐνάμαρτος, -ον)
ο γεμάτος αμαρτίες, αμαρτωλός, ένοχος, εναμάρτητος
αρχ.
1. εσφαλμένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνάμαρτον
η ροπή προς την αμαρτία.
επίρρ...
εναμάρτως
εσφαλμένα, όχι ορθά.