πολύφονος

From LSJ
Revision as of 10:01, 24 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source

Middle Liddell

πολύ-φονος, ον,
murderous, Eur.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.

German (Pape)

[Seite 676] viel tödtend, χείρ, κύων, Eur. Rhes. 62 Herc. f. 420.

Russian (Dvoretsky)

πολύφονος: убивающий многих (χείρ Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.

Greek Monotonic

πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.