πολύφονος
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
Middle Liddell
πολύ-φονος, ον,
murderous, Eur.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.
German (Pape)
[Seite 676] viel tödtend, χείρ, κύων, Eur. Rhes. 62 Herc. f. 420.
Russian (Dvoretsky)
πολύφονος: убивающий многих (χείρ Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύφονος -ον [πολύς, φόνος] moorddadig.
Greek Monotonic
πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.