vermengen

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

German > Latin

vermengen, s. vermischen.

Dutch > Greek

κεράννυμι, κοινόω, συγκεράννυμι, συμμείγνυμι, συμφύρω