κοπίδα

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source

Greek Monolingual

η (Α κοπίς, -ίδος) κοπή
1. κοπίδι
2. μτφ. καυστικότητα, οξύτητα, δριμύτητα («ὁ δὲ Δημοσθένης... ἀνισταμένου... Φωκίωνος εἰώθει λέγειν, "ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπὶς πάρεστιν"», Πλούτ.)
αρχ.
1. μεγάλο μαχαίρι ή πέλεκυς, ιδίως του μάγειρα ή του κρεοπώλη
2. κυρτό μαχαίρι
3. (στους Λακεδαιμονίους) συνεστίαση προς τιμήν τών ξένων σε εορταστικές ημέρες.