προχοΐδα

From LSJ
Revision as of 16:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source

Greek Monolingual

η / προχοΐς, -ίδος, ΝΑ
(στην αρχαιολ.) μικρή πρόχους
νεοελλ.
χημ. όργανο που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια κατά τη διεξαγωγή ογκομετρικών αναλύσεων για τη μέτρηση του όγκου υγρών ή αέριων σωμάτων
αρχ.
επίχυση, το να ρίχνει κανείς υγρό πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχους / πρόχοος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κορωνίς)].