ὑδατίς
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, in plural,
A = σταγόνες, Hsch., Phot.; as a urinary disease, Cael.Aur.TP5.4.
II watery vesicle, hydatid, Sor.1.58, Gal.18(2).679, UP10.7.
III a disease in the liver, Id.18(1).165: also in the hoofs of horses, Hippiatr. 77.
IV a gem, Mart.Cap.1.75.
German (Pape)
[Seite 1172] ίδος, ἡ, Wasser-, Fettblase unter dem obern Augenlide, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδᾰτίς: -ίδος, ἡ, σταγὼν ὕδατος, Ἡσύχ., Φώτ. ΙΙ. «ἡ ὑδατὶς οὐσία τίς ἐστι πιμελώδης ὑπεστρωμένη τῷ τοῦ βλεφάρου δέρματι παρὰ φύσιν» Παῦλ. Αἰγιν. 6, 14, Γαλην. τ. 14, σ. 712, 15. ΙΙΙ. νόσημά τι τοῦ ἥπατος, Γαλην. τ. 2. σ. 223· ὡσαύτως τῶν πτερνῶν τῶν ἵππων, Ἱππιατρ. σ. 205, 23., 229, 5., 230, 16, πρβλ. παράπρισμα, μελικηρίς. IV. πολύτιμός τις λίθος ὑδατόχρους, Martianus Min Felix Capella 1, § 75.