βοτρυόπαις
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
παιδος, ὁ, ἡ,
A grape-born, child of the grape, χάρις AP 11.33 (Phil.).
2 Act., bearing grapes, ἄμπελος Theoc.Ep.4.8.
Spanish (DGE)
-παιδος
que es madre de racimos, ἄμπελος Theoc.Ep.4.8, τὴν Βρομίου βοτρυόπαιδα χάριν AP 11.33 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 455] αιδος, Trauben hervorbringend; ἀμπελος Theocr. ep. 4 (IX, 437). Bei Philpp. 45 (XI, 33) χάρις β. Βρομίου kann es auch der Traube Kind sein.
French (Bailly abrégé)
παιδος (ὁ, ἡ)
1 qui produit des grappes;
2 né d'une grappe, enfant de la vigne.
Étymologie: βότρυς, παῖς.
Russian (Dvoretsky)
βοτρυόπαις: παιδος adj.
1 рождающий виноградные гроздья (ἄμπελος Theocr.);
2 порождаемый виноградом (χάρις Βρομίου Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βοτρυόπαις: παιδος, ὁ, ἡ, τέκνον τῆς σταφυλῆς, χάρις Ἀνθ. II. 11. 33. 2) ἐνεργ., παράγων σταφυλάς, Θεόκρ. Ἐπ. 4. 8.
Greek Monolingual
βοτρυόπαις (-παιδος), ο, η (Α)
1. φρ. «βοτρυόπαις ἄμπελος» — το κλήμα που παράγει σταφύλια
2. φρ. «βοτρυόπαις χάρις» — αυτή που προέρχεται από τα σταφύλια.
Greek Monotonic
βοτρῠόπαις: -παιδος, ὁ, ἡ,
1. αυτός που έχει ανατραφεί με σταφύλια, το παιδί του σταφυλιού, σε Ανθ.
2. Ενεργ., αυτός που παράγει σταφύλια, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
1. grape-born, child of the grape, Anth.
2. act. bearing grapes, Theocr.