προμανθάνω

Revision as of 21:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

English (LSJ)

learn beforehand, learn first, and (aor.) know beforehand, get to know first ἄγνωμον τὸ μὴ προμαθεῖν Pi.O.8.60, cf. Com.Adesp.785 (= Trag.Adesp.241); οὔτε π. οὐδὲν οὔτ' ἐπιμαθών Th.1.138: c. acc., learn gradually or learn by rote, ἄθλους προμαθεῖν E.Fr.912.10 (anap.); ᾆσμα Ar.Nu.966; μαθήματα Pl.Lg.643c: c. gen., dub. in Call.Fr.anon.205: c. inf., ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά = I have been slowly schooled by necessity to endure misery S.Ph.538.

German (Pape)

[Seite 733] (s. μανθάνω), vorher lernen, erfahren; τὸ μὴ προμαθεῖν, Pind. Ol. 8, 60; ἀνάγκῃ προὔμαθον στέργειν κακά, Soph. Phil. 534; Ar. Nubb. 953; προμεμαθηκέναι, Plat. Legg. I, 643 c; Thuc. 1, 138.

French (Bailly abrégé)

f. προμαθήσομαι, ao.2 προὔμαθον, etc.
apprendre d'avance ; à l'ao.2 avoir appris d'avance, savoir, acc..
Étymologie: πρό, μανθάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-μανθάνω, aor. προύμαθον en προέμαθον, vooraf leren:; προμαθεῖν ᾆσμα tevoren een lied leren Aristoph. Nub. 966; οὔτε προμαθὼν οὐδὲν οὔτ’ ἐπιμαθών zonder er van tevoren of erna iets van te hebben geleerd Thuc. 1.138.3; met inf.. προὔμαθον στέργειν τάδε ik heb geleerd met deze situatie te leven Soph. Ph. 538.

Russian (Dvoretsky)

προμανθάνω: ранее изучать, предварительно усваивать (μαθήματα Plat.; ᾆσμα Arph.): οὔτε προμαθὼν ἐς (τὴν οἰκείαν) οὐδὲν οὔτ᾽ ἐπιμαθών Thuc. ни предыдущее, ни последующее учение ничего не прибавило к природным дарованиям (Фемистокла); προὔμαθον στέργειν κακά Soph. я свыкся со (своими) страданиями.

English (Slater)

προμανθάνω learn beforehand, be foresighted ἄγνωμον τὸ μὴ προμᾰθεῖν (O. 8.60)

Greek Monolingual

Α
1. μαθαίνω προηγουμένως
2. (στον αόρ.) προέμαθον
γνωρίζω εκ τών προτέρων, από προηγούμενη μάθηση («ἄγνωμον τὸ μὴ προμαθεῖν», Πίνδ.)
3. (με αιτ.) α) προδιδάσκομαι ή συνηθίζω κάτι εκ τών προτέρων
β) μαθαίνω κάτι σταδιακά ή μηχανικά («ἄθλους προμαθεῖν», Ευρ.).

Greek Monotonic

προμανθάνω: μαθαίνω από πριν και (σε αόρ. βʹ προὔμαθον) γνωρίζω από πριν, σε Πίνδ., Θουκ. κ.λπ.· με αιτ., μαθαίνω μηχανικά, σε Αριστοφ.· με απαρ., προὔμαθον στέργειν τάδε, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

προμανθάνω: μανθάνω προηγουμένως, καὶ (ἐν τῷ ἀορ.) γινώσκω προηγουμένως, Πινδ. Ο. 8. 79, καὶ Ἀττ.· οὔτε πρ. τι οὔτ’ ἐπιμαθὼν Θουκ. 1. 138. ― μετ’ αἰτ., προδιδάσκομαι, συνηθίζω ἐκ τῶν προτέρων, ἄθλους προμαθεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 904. 10· ᾆσμα, Ἀριστοφ. Νεφ. 966· μαθήματα Πλάτ. Νόμ. 643C· μετ’ ἀπαρ. προὔμαθον στέργειν τάδε Σοφ. Φιλ. 538.

Middle Liddell


to learn beforehand, and (in aor2 προὔμαθον) to know beforehand, Pind., Thuc., etc.:—c. acc. to learn by rote, Ar.: c. inf., προὔμαθον στέργειν τάδε Soph.