προσυμμίσγω
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
English (LSJ)
intermix first, τὸ ὕδωρ ἐς τὠυτό Hdt.7.129.
German (Pape)
[Seite 785] vorher zusammenmengen, Her. 7, 129.
French (Bailly abrégé)
mêler auparavant.
Étymologie: πρό, συμμίσγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-συμμίσγω eerst mengen:. προσυμμίσγοντες τὸ ὕδωρ πάντες ἐς τὠυτό terwijl (de rivieren) allemaal eerst hun water op een en hetzelfde punt bijeen laten komen Hdt. 7.129.2.
Russian (Dvoretsky)
προσυμμίσγω: предварительно смешивать, сливать: π. τὸ ὕδωρ ἐς τωὐτό Her. соединить свои воды в одно (русло).
Greek Monolingual
Α
αναμιγνύω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ + συμμίσγω, άλλος τ. του συμμ(ε)ίγνυμι].
Greek Monotonic
προσυμμίσγω: αναμιγνύω από πριν, τὸ ὕδωρ ἐς τὠυτό, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
προσυμμίσγω: ἀναμιγνύω πρότερον, τὸ ὕδωρ ἐς τωὐτὸ Ἡρόδ. 7. 129.