ἀδηλέω

From LSJ
Revision as of 11:39, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδηλέω Medium diacritics: ἀδηλέω Low diacritics: αδηλέω Capitals: ΑΔΗΛΕΩ
Transliteration A: adēléō Transliteration B: adēleō Transliteration C: adileo Beta Code: a)dhle/w

English (LSJ)

(ἄδηλος) to be in the dark about a thing, understand not, σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι S.OC35: —Pass., to be obscure, Ph.2.42,al., S.E.M.11.233, cf. 7.393; fail to appear, ἐπιμήνια ἀδηλεύμενα Hp.Mul.1.2.

Spanish (DGE)

1 tener dudas, estar en dificultad φράσαι S.OC 35, cf. Didym.in Eccl.173.7
en v. med. ser oscuro Ph.2.42, S.E.M.11.233.
2 de cosas no presentarse ἐπιμήνια ἀδηλεύμενα Hp.Mul.1.2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être incertain de, gén..
Étymologie: ἄδηλος.

German (Pape)

nicht kennen, Soph. O.C. 35 ὧν ἀδηλοῦμεν, was Andere von ἀδηλόω herleiten (die mss. haben übrigens τῶν ἃ δηλοῦμεν); ἀδηλεῖται Sext.Emp.

Russian (Dvoretsky)

ἀδηλέω: быть в неизвестности (относительно чего-л.), не иметь ясного представления: ὦν ἀδηλοῦμεν Soph. то, что мы плохо знаем; τὸ ἀδηλούμενον ἡμῖν Sext. то, что неясно для нас.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδηλέω: (ἄδηλος) εὑρίσκομαι ἐν ἀγνοίᾳ περί τινος πράγματος, δὲν ἐννοῶ· σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι, Σοφ. Ο. Κ. 35: - Παθ., εἶμαι σκοτεινός, ἀσαφής, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 11. 233, πρβλ. 7. 393· δὲν ἐμφανίζομαι, διατελῶ ἀφανής, λείπω, Ἱππ. 590. 17.

Greek Monotonic

ἀδηλέω: βρίσκομαι στο σκοτάδι, σε άγνοια για κάποιο πράγμα, σε Σοφ.

Middle Liddell

to be in the dark about a thing, Soph.