ἀμφιγηθέω
From LSJ
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
rejoice throughout, h.Ap.273.
Spanish (DGE)
regocijarse φρένας ἀμφιγεγηθώς h.Ap.273, ἀμφιγέγηθα κακοῖσι Gr.Naz.M.37.670A.
German (Pape)
[Seite 137] sich ringsum, sehr freuen, H. h. Ap. 273.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
déborder de joie.
Étymologie: ἀμφί, γηθέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιγηθέω: χαίρω εἰς ὑπερβολήν, σὺ δὲ φρένας ἀμφιγεγηθὼς Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 273.
Greek Monotonic
ἀμφιγηθέω: περιχαίρομαι ή χαίρομαι υπερβολικά, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
to rejoice around or exceedingly, Hhymn.