διαμισέω
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
hate bitterly, Arist.Pol.1274a34, Ph.1.396, J.BJ4.5.4, Plu.Tim.35 (Pass.), Ant.Lib.12.2 (Pass.).
Spanish (DGE)
odiar τὸν ἔρωτα τὸν τῆς μητρός Arist.Pol.1274a34, τὸ αὐστηρὸν καὶ περίσεμνον Ph.1.396, cf. 439, τὸ φονεύειν ἀνέδην I.BI 4.334, en v. pas. νῆσος ... διαμεμισημένη ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Plu.Tim.35, cf. I.BI 1.123, Ant.Lib.12.2.
German (Pape)
[Seite 590] von Grund aus hassen, Arist. Polit. 2, 12; Plut. Timol. 85 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir une haine profonde.
Étymologie: διά, μισέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-μισέω diep haten.
Russian (Dvoretsky)
διαμῑσέω: глубоко ненавидеть (τι Arst.; νῆσος διαμεμισημένη Plut.).
Greek Monotonic
διαμῑσέω: μέλ. -ήσω, μισώ από καρδιάς, μισώ βαθιά, σε Αριστ., Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
διαμῑσέω: μισῶ ἀπὸ καρδίας, πολύ, Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 8, Πλούτ. Τιμολ. 35.