ἐνετή

From LSJ
Revision as of 11:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνετή Medium diacritics: ἐνετή Low diacritics: ενετή Capitals: ΕΝΕΤΗ
Transliteration A: enetḗ Transliteration B: enetē Transliteration C: eneti Beta Code: e)neth/

English (LSJ)

, (ἐνετός) = περόνη, pin, brooch, Il.14.180, Call.Fr.149, Mus.Belg.16.71 (Attica, ii A.D.).

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
fíbula, broche χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο Il.14.180, cf. Call.Fr.253.11, IG 22.3606.23 (II d.C.).
• Etimología: Der. verbal de ἐνίημι, v. ἵημι

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, (das Eingesteckte), die Nadel, Spange; Il. 14, 180; Callim. tr. 149. Vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 313.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
agrafe.
Étymologie: ἐνετός.

Russian (Dvoretsky)

ἐνετή:застежка, булавка Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνετή: ἡ, (ἐνετός) = περόνη, «καρφίτσα», χρυσείῃς δ’ ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο Ἰλ. Ξ. 180, Καλλ. Ἀποσπ. 149. Ὁ Ἡσύχ. προπαροξύνει τὴν λέξιν: «ἐνέτῃσι· περόναις, ἀπὸ τοῦ ἐνίεσθαι, ἢ πόρπαις».

English (Autenrieth)

(ἐνίημι): clasp, a species of περόνη, Il. 14.180†.

Greek Monolingual

η (Α ἐνετή) ενίημι
νεοελλ.
1. στρ. πόρπη του ζωστήρα, του κολεού κ.λπ., κν. κόπιτσα, φιούμπα
2. (τεχν.) σιδερένιος σύνδεσμος που συνδέει δύο τμήματα ενός ξύλινου κατασκευάσματος
αρχ.
περόνη, βελόνη, καρφίτσα, πόρπη
(«χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι κατά στῆθος περονᾱτο», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐνετή: ἡ (ἐνετός), καρφίτσα, πόρπη, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: pin, brooch,
Other forms: ἐνετήρ, -ῆρος m. clyster-syringe,
Origin: IE [Indo-European] [502] *j̯eh₁- throw; make, do
Etymology: Verbal noun of ἐν-ίημι, s. ἵημι.

Middle Liddell

ἐνετή, ἡ, ἐνετός
a pin, brooch, Il.

Frisk Etymology German

ἐνετή: {enetḗ}
Forms: ἐνετήρ, -ῆρος m. Klistierspritze,
Grammar: f.
Meaning: Spange, Nadel,
Etymology: Verbalnomina von ἐνίημι, s. ἵημι.
Page 1,515