μοσχοποιέω

From LSJ
Revision as of 18:34, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοσχοποιέω Medium diacritics: μοσχοποιέω Low diacritics: μοσχοποιέω Capitals: ΜΟΣΧΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: moschopoiéō Transliteration B: moschopoieō Transliteration C: moschopoieo Beta Code: mosxopoie/w

English (LSJ)

make a calf, Act.Ap.7.41.

German (Pape)

[Seite 209] ein Kalb machen, N.T.

French (Bailly abrégé)

μοσχοποιῶ :
fabriquer l'image d'un veau.
Étymologie: μόσχος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

μοσχοποιέω: делать (золотого) тельца NT.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοποιέω: κάμνω, κατασκευάζω μόσχον, περὶ τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐκ μετάλλου μόσχου τῶν Ἑβραίων, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 41.

English (Strong)

from μόσχος and ποιέω; to fabricate the image of a bullock: make a calf.

English (Thayer)

μοσχοποιῶ: 1st aorist ἐμοσχοποίησα; (μόσχος and ποιέω (cf. Winer's Grammar, 26)); to make (an image of) a calf: ἐποίησε μόσχον. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

μοσχοποιέω: μέλ. -ήσω, κατασκευάζω μοσχάρι από μέταλλο (για το είδωλο του μοσχαριού, που κατασκεύασε ο Ααρών ενώ οι Εβραίοι βρίσκονταν στην έρημο), σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

μοσχο-ποιέω, fut. -ήσω
to make a calf. NTest.

Chinese

原文音譯:moscopoišw 摩士何-拍誒哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:牛-作) 相當於: (מַסֵּכָה‎)+ (עֵגֶל‎)
字義溯源:鑄造牛犢,造牛犢;由(μόσχος)*=公牛)與(ποιέω)*=作,行)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 他們⋯造了一個牛犢(1) 徒7:41