πεντάκλινος

From LSJ
Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντάκλῑνος Medium diacritics: πεντάκλινος Low diacritics: πεντάκλινος Capitals: ΠΕΝΤΑΚΛΙΝΟΣ
Transliteration A: pentáklinos Transliteration B: pentaklinos Transliteration C: pentaklinos Beta Code: penta/klinos

English (LSJ)

πεντάκλινον, of a room, with five couches, Chares 2 J., Callix.1; σκηνὴ πεντάκλινος PSI5.533.3 (iii B.C.): as substantive, Arist.Mir.842b21, PCair.Zen.445.13 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 556] von od. zu fünf Betten, Tischlagern, Sitzen, σχολαστήριον, Ath. V, 205 d.

Russian (Dvoretsky)

πεντάκλῑνος: вмещающий пять (застольных) лож Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πεντάκλῑνος: -ον, ὁ ἔχων ἢ χωρῶν πέντε κλίνας, ἀνάκλιντρα, «οἶκος τρίκλινος πεντάκλινος δεκάκλινος» (Πολυδ. Α΄, 79), ὅσον πεντακλίνου τὸ μέγεθος Ἀριστ. π. Θαυμασ. 127. 2· κοιτὼν πεντέκλινος Ἀθήν. 205D· βαλανεῖον τρίκλινον 207F· ἐπὶ αἰθούσης συμποσίου, «οὐδὲ τῶν συμποτικῶν ὀνομάτων ἀμελητέον, χρὴ λέγειν τὸ μὲν χωρίον συμπόσιον ... καὶ τρίκλινον οἶκον καὶ πεντάκλινον καὶ δεκάκλινον, κτλ.» Πολυδ. Ϛ΄, 7.

Greek Monolingual

-η, -ο / πεντάκλινος και πεντέκλινος, -ον, ΝΑ
(για οικία ή για δωμάτιο) αυτός που περιλαμβάνει ή χωρεί πέντε κλίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- / πέντε- + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. επτά-κλινος].