ὑπέρηδυς

From LSJ
Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρηδυς Medium diacritics: ὑπέρηδυς Low diacritics: υπέρηδυς Capitals: ΥΠΕΡΗΔΥΣ
Transliteration A: hypérēdys Transliteration B: hyperēdys Transliteration C: yperidys Beta Code: u(pe/rhdus

English (LSJ)

υ, exceedingly sweet, used in Sup. by Luc.Tim.41, etc. Adv. ὑπερηδέως = very gladly or pleasantly, X.Cyr.1.6.21, Phld.Lib.p.43 O.: Sup. -ήδιστα Luc.DMort.9.1.

German (Pape)

[Seite 1195] υ, über die Maaßen süß, angenehm, gew. im superl. ὑπερήδιστος, Luc. Gall. 5 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

υς, υ;
extrêmement agréable;
Sp. ὑπερήδιστος.
Étymologie: ὑπέρ, ἡδύς.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρηδυς: εῖα, υ (только superl.) в высшей степени приятный Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρηδυς: υ, ὑπερβαλλόντως ἡδύς, ἐν χρήσει ἐν τῷ ὑπερθ. ὑπερήδιστος παρὰ Λουκ. ἐν Τίμ. 41, κλπ. - Ἐπίρρ. -έως, τούτῳ οἱ ἄνθρωποι ὑπερηδέως πείθονται Ξεν. Κύρ. 1. 6, 21· ὑπερθ. ὑπερήδιστα, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 9. 1.

Greek Monolingual

-υ, Α
γλυκύτατος, πάρα πολύ ευχάριστος.
επίρρ...
ὑπερηδέως Α
με εξαιρετικά μεγάλη ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»].

Greek Monotonic

ὑπέρηδυς: -υ, υπερβολικά γλυκός, σε Λουκ.· επίρρ. -έως, σε Ξεν.· υπερθ. -ήδιστα, σε Λουκ.

Middle Liddell

ὑπέρ-ηδυς, υ,
exceeding sweet, Luc. adv. -έως, Xen.; Sup. -ήδιστα, Luc.