κροκονητική

From LSJ
Revision as of 21:20, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκονητική Medium diacritics: κροκονητική Low diacritics: κροκονητική Capitals: ΚΡΟΚΟΝΗΤΙΚΗ
Transliteration A: krokonētikḗ Transliteration B: krokonētikē Transliteration C: krokonitiki Beta Code: krokonhtikh/

English (LSJ)

(sc. τέχνη), ἡ, (κρόκη 1.1) the art of spinning the woof, opp. στημονονητική, Pl.Plt. 283a.

German (Pape)

[Seite 1512] ἡ, sc. τέχνη, die Kunst, den Faden des Einschlags zu spinnen, Plat. Polit. 282 e.

Greek Monolingual

κροκονητική, ἡ (Α)
η τέχνη της κλώσης του υφαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) «υφάδι» + -νητική (< νέω [II] «κλώθω»), πρβλ. στημονονητική].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροκονητική -ῆς, ἡ [κρόκη, νέω] de kunst van het spinnen van de inslagdraad.

Russian (Dvoretsky)

κροκονητῐκή: ἡ (sc. τέχνη) искусство прядения утка lat.