διχόθεν

Revision as of 21:25, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

English (LSJ)

Adv. from both sides, both ways, A.Pers.76 (lyr.), Ar. Pax 477, Th.2.44, etc.; δ. μισθοφορεῖν D.24.123; from two sources, τὸ δίκαιον δ. συνίσταται Aps.Rh.p.294H.

Spanish (DGE)

(δῐχόθεν)
adv.
1 de un lado y otro, desde dos lados ἄρχων ... ἐλαύνει δ. A.Pers.76, δ. μισθοφοροῦντες ἄλφιτα cobrando su harina de las dos partes los argivos, que eran neutrales, Ar.Pax 477, cf. D.24.123, δ. ἐπιοῦσιν D.H.3.20, δ. ... ἐπάγεται τῇ Ῥώμῃ πόλεμος D.H.11.4, cf. I.BI 4.283, 5.12, Plu.Marc.15, Mar.21, Sull.19
de dos orígenes ὄλεθρος D.H.11.24, cf. Ph.1.688, τὸ δίκαιον δ. συνίσταται Aps.p.294, θηρῶν δ. κεκερασμένα φῦλα de los híbridos, Opp.C.3.462
indicando causa por dos razones τὴν δὲ οὐσίαν ἐλαττοῦσθαι δ. Ph.2.480, cf. 525.
2 de dos maneras, en dos sentidos, doblemente τῇ πόλει δ. ... ξυνοίσει Th.2.44, cf. D.22.67, 24.174, Ph.1.524, I.AI 17.178, Aristid.Or.1.169, 41.3, POxy.3643.11 (II d.C.), 2666.2.13 (IV d.C.).

German (Pape)

[Seite 646] von zwei Theilen od. Seiten; πεζονόμοις ἔκ τε θαλάσσης Aesch. Pers. 76; Ar. Pax 477; Thuc. 2, 44; Dem. 24, 132 u. Sp., wie Plut. Thes. 13.

French (Bailly abrégé)

adv.
de deux côtés, de deux façons.
Étymologie: δίχα, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

δῐχόθεν: adv.
1 с двух (обеих) сторон esch., Plut.;
2 в двух отношениях, двояким образом Thuc., Arph., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

δῐχόθεν: ἐπίρρ., ἐξ ἑκατέρου μέρους, ἑκατέρωθεν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 76, Ἀριστοφ. Εἰρ. 477, Θουκ. 2. 44, κλπ.

Greek Monolingual

διχόθεν (Α) επίρρ. δίχα
1. κι απ' τα δύο μέρη
2. από δύο πηγές.

Greek Monotonic

δῐχόθεν: (δίχα), επίρρ., και από τις δύο πλευρές, εκατέρωθεν, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

adverbδίχα
adv. from both sides, both ways, Aesch., Thuc., etc.