ἄθυρσος
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ἄθυρσον, without thyrsus, E., Or.1492 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον sin tirso E.Or.1492.
German (Pape)
[Seite 48] ohne Thyrsus, Eur. Or. 1492.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans thyrse.
Étymologie: ἀ, θύρσος.
Russian (Dvoretsky)
ἄθυρσος: не имеющий тирса Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθυρσος: -ον, ἄνευ θύρσου, Εὐρ. Ὀρ. 1492.Άθωος
Ἄθῳος, ἢ Ἄθωος, (ὡς ὁ Χοιροβ. ἔγραψεν αὐτὸ πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ἀθῷος), η, ον, ὁ ἐκ τοῦ ὄρους Ἄθω, Αἰσχυλ. Ἀγ. 285, ἔνθα ἴδε Βλωμφ.
Greek Monotonic
ἄθυρσος: -ον, αυτός που δεν έχει θύρσο, σε Ευρ.
Middle Liddell
without thyrsus, Eur.