ἀμφίκρανος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἀμφίκρανον,
A = ἀμφικάρηνος, E.HF1274; ῥάβδος, of Hermes' wand, S.Fr.701.
II surrounding the head, in Ion. form ἀμφίκρηνος, AP6.90 (Phil.), prob. l. in Nic.Al.417.
Spanish (DGE)
(ἀμφίκρᾱνος) -ον
• Alolema(s): jón. ἀμφίκρηνος AP 6.90 (Phil.), Nic.Al.417
1 de dos cabezas del caduceo de Hermes adornado con dos cabezas de serpiente ἀ. ῥάβδος S.Fr.701, Hsch.
•erizado de cabezas de la Hidra τήν τ' ἀμφίκρανον ... κύνα ὕδραν E.HF 1274.
2 que rodea la cabeza de una capucha o tipo de bonete con orejeras πῖλον ἀμφίκρηνον ὕδασι στέγην AP 6.90 (Phil.)
•subst. τὸ ἀμφίκρανον especie de bandeleta ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι rehusando unos muchachos las bandeletas que ciñen el cabello Nic.Al.417.
German (Pape)
[Seite 140] zweiköpfig, Hydra, Eur. Herc. Fur. 1274.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 hérissé de têtes tout autour en parl. de l'hydre;
2 qui entoure la tête ou qui couvre la tête.
Étymologie: ἀμφί, κρανίον.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίκρᾱνος: ион. ἀμφίκρηνος 2
1 двуглавый или многоглавый (ὕδρα Eur.);
2 окружающий голову (πῖλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκρανος: -ον, = ἀμφικάρηνος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1274. ΙΙ. ὁ περιβάλλων ἢ περιστρέων τὴν κεφαλήν, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 90, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ -κρηνος.
Greek Monolingual
ἀμφίκρανος, -ον (Α)
ο αμφικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κρανος < κρᾶνον (απ’ όπου το κρανίον), που απαντά σπάνια ως α' και συχνά ως β' συνθετικό].
Greek Monotonic
ἀμφίκρᾱνος: Ιων. -κρηνος, -ον (κάρα), I.=ἀμφικάρηνος, αυτός που έχει δύο κεφάλια, σε Ευρ.
II. αυτός που περιτυλίγει το κεφάλι, σε Ανθ.
Middle Liddell
κάρα
I. two-headed, Eur.
II. surrounding the head, Anth.