ἀλαλία
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
English (LSJ)
ἡ, = πονηρία, ἀταξία, badness, confusion, S.Fr.232.
Spanish (DGE)
(ἀλᾰλία) -ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
sent. dud., quizá desorden, indisciplina o bien bajeza, cobardía s. cont., S.Fr.198c.
German (Pape)
[Seite 89] ἡ, Soph. frg. 220, = πονηρία, ἀταξία, nach Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαλία: ἡ = πονηρία, ἀταξία, Σοφ. Ἀποσπ. 220 ἐκ τοῦ Ἡσυχ.
Greek Monolingual
η (Α ἀλαλία) (Ν και αλαλιά) ἄλαλος
νεοελλ.
έλλειψη λαλιάς, φωνής, απόλυτη σιωπή, «βουβαμάρα»
αρχ.
πονηρία, αταξία.