ἐνεχυρασία
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
English (LSJ)
ἡ, taking property in pledge, security taken, pledge, Pl.Lg.949d, IG 2.1055.7 (iv B.C.), PSI4.288 (ii A.D.), etc.; ἐ. ποιήσασθαι D.47.76, 80.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
jur.
1 toma de garantías, embargo cautelar de bienes, gener. por impago de deudas παρόντος, οὐκ ἀπόντος, τὴν ἐνεχυρασίαν ἐποιησάμην D.47.80, cf. 76, Hyp.New Fr.Phot.8, ἐὰν δὲ μὴ ἀποδιδῶσιν (sc. τὴν μίσθωσιν) εἶναι ἐνεχυρασίαν Αἰξωνεῦσιν ... ἐκ τῶν ὡραίων τῶν ἐκ τοῦ χωρίου IG 22.2492.7 (IV a.C.), ἐνεχυρασίαν εἶναι κατὰ τῶμ μὴ δόντων πρὸς διπλάσιον ἐπὶ τοῦ ταμιείου Milet 1(3).147.38 (III a.C.)
•por incumplimiento de obligaciones cívicas o de otro tipo τῶν δὲ ἀπειθούντων ταῖς ἐνεχυρασίαις, πρᾶσιν τῶν ἐνεχύρων εἶναι Pl.Lg.949d, ἁ πρᾶξις ἔστω τῷ μὴ λαβόντι κατὰ τοῦ ἀρτυτῆρος κα[τ' ἐ] νεχυρασίαν κατὰ τὸς νόμος IMaff.31.5.32 (Tera III a.C.)
•en Egipto sujeta a diversos procedimientos sucesivos χρηματισμὸς ἐνεχυρασίας certificado de embargo emitido por una autoridad judicial o admin. a instancias del acreedor PSI 1328.4 (III d.C.), tb. llamado γράμματα ἐνεχυρασίας: ἐτόλμησεν ἐπιτελέσαι κατ' αὐτοῦ γράμματα ἐνεχυρασίας POxy.3468.15 (I d.C.), cf. BGU 888.23 (II d.C.)
•παράδειξις εἰς ἐνεχυρασίαν asignación de propiedades a embargar por parte del acreedor ἅσπερ (ἀρούρας) η παρεδείξ(ατο) εἰς ἐνεχυρασίαν PRyl.176.5 (III d.C.), cf. SB 13070.3 (II d.C.), seguida eventualmente de la προσβολή ‘subasta’ BGU 2376.10 (I a.C.).
2 denuncia o atestado de embargo por incumplimiento de obligaciones cívicas λαμβανέτωσαν αὐτῶν οἱ ἀμφοδάρχαι ἐνέχυρα καὶ τιθέσθωσαν ἐνεχυρασίαν πρὸς τοὺς ἀστυνόμους que los anfodarcas tomen garantías de ellos y presenten un atestado de embargo ante los astinomos, SEG 13.521.95 (Pérgamo II a.C.)
•certificado de embargo ἐνεχυρασίας μέρους ἀντίγραφον PTeb.814.36 (III a.C.), κατὰ τὰ προστεταγμένα ἐξ ἐνεχυρασίας καὶ προσβολῆ ς PFlor.56.11 (III d.C.) en BL 3.56.
German (Pape)
[Seite 840] ἡ, das Auspfänden, die Pfändung; Plat. Legg. XII, 949 d; ποιεῖσθαί τινος Dem. 47, 76; εἶναί τινι ἐνεχυρασίαν ἔκ τινος, er habe das Recht dazu, Inscr. 93.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de prendre un gage, un nantissement.
Étymologie: ἐνεχυράζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνεχῠρᾰσία: ἡ взятие залога, залог, материальное обеспечение Plat., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεχῠρασία: ἡ, τὸ ἐνεχυράζειν, τὸ λαμβάνειν τὴν περιουσίαν τινὸς ὡς ἐνέχυρον, ἐνέχυρον, ὑποθήκη, Πλάτ. Νόμ. 949D, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 7., 104. 12· ἐν. ποιεῖσθαι Δημ. 1162. 12., 1163. 25.
Greek Monolingual
ἐνεχυρασία, η (Α)
λήψη ενεχύρου για εξασφάλιση της οφειλής («βουλόμενος τήν ἐνεχυρασίαν μου ποιήσασθαι», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
ἐνεχῠρᾱσία: ἡ, παροχή περιουσίας ως ενέχυρο, εγγύηση, υποθήκη, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἐνεχῠρᾱσία, ἡ,
a taking in pledge, a security, pledge, Plat.