Πάρος

From LSJ
Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πάρος Medium diacritics: Πάρος Low diacritics: Πάρος Capitals: ΠΑΡΟΣ
Transliteration A: Páros Transliteration B: Paros Transliteration C: Paros Beta Code: *pa/ros

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, Paros, h.Ap.44, Cer.491:—Adj. Πάριος, α, ον, Πάριος λίθος Parian marble, Pi.N.4.81, Hdt.3.57; ἡ Παρία λύγδος D.S.2.52.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Paros, une des Cyclades.
Étymologie: ?

English (Slater)

Πᾰρος the island. μνάσθηθ' ὅτι τοι ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 63 (37), cf. titulum, Πα. 1. 3, ]ΑΡΙΟΙΣ[.

Greek Monotonic

Πάρος: [ᾰ], ἡ, Πάρος, νησί των Κυκλάδων, γνωστή για το λευκό της μάρμαρο, σε Ομηρ. Ύμν.· επίθ. Πάριος, , -ον, Πάριος λίθος, το Παριανό μάρμαρο, σε Πίνδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

Πάρος: (ᾰ) ἡ Парос (один из Кикладских о-вов) HH, Her.

Middle Liddell

Πᾰ́ρος, ἡ,
Paros, one of the Cyclades, famous for its white marble, Hhymn.:—adj. Πάριος, η, ον, Πάριος λίθος Parian marble, Pind., Hdt.