διοσημία

From LSJ
Revision as of 12:54, 26 January 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοσημία Medium diacritics: διοσημία Low diacritics: διοσημία Capitals: ΔΙΟΣΗΜΙΑ
Transliteration A: diosēmía Transliteration B: diosēmia Transliteration C: diosimia Beta Code: dioshmi/a

English (LSJ)

ἡ, a sign from Zeus, an omen from the sky, especially of thunder, lightning, rain, διοσημία 'στί Ar. Ach. 171; pl., Stoic. 2.203, DS. 2.19, Plu. 2.419e, Philostr. VA 2.33, Jul. Or. 7.212b. (Freq. written διοσημεία in codd.)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): διοσημεία Arat.SHell.89, D.S.17.85, Plu.Aem.3, Paus.3.5.8, Eun.VS 484, Marin.Procl.37, Lyd.Ost.1
señal de Zeus, presagio del cielo esp. ref. a fenómenos atmosféricos como truenos, rayos, lluvia, Ar.Ach.171, D.S.2.19, l.c., ἡ ἀπ' ὀρνίθων καὶ διοσημειῶν ... μαντική Plu.l.c., βρονταὶ καὶ διοσημίαι Plu.Dio 38.1, διοσημίαι τε καὶ σκηπτοί Philostr.VA 2.33, δ. ἢ τῆς γῆς ... σεισμός D.Chr.38.18, cf. D.C.39.39.6, δ. ἐς τὰ μέλλοντα Philostr.Her.41.18, φαμὲν τὸν Δία ὕειν καὶ διοσημίας καλοῦμεν Ach.Tat.Fr.p.83, cf. Plu.Galb.23, 2.419e, Paus.l.c., D.C.38.13.4, 40.17.2, Philostr.VA 8.23, Iul.Or.7.212b, Eun.l.c., Marin.l.c., Lyd.Ost.27, l.c.
Διοσημεῖαι tít. de una parte de los Φαινόμενα de Arato, Arat.l.c.

German (Pape)

ἡ, nach EM. τὰ ἐκ τοῦ ἀέρος σημεῖα, Zeichen von Zeus, Himmelsscheinungen, Lufterscheinungen, bes. Donner und Blitz, Plut. Galb. 23 und öfter. Die Form διοσημεῖα, wie Arats Gedicht betitelt ist, ist zweifelhaft; der gen. scheint immer διοσημειῶν zu schreiben, Iambl. vit. Pyth. p. 124 und Polyaen. 1.32.2; bei DS. 2.19 schwankt die Lesart sehr.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
présage, signe céleste, tonnerre ou éclair.
Étymologie: Διός, σημεῖον.

Russian (Dvoretsky)

διοσημεία:небесное знамение Diod., Plut.

Greek Monolingual

η (Α)
1. κάθε σημείο που προέρχεται από τον Δία, οιωνός από τον ουρανό, μετεωρολογικό ή ουράνιο φαινόμενο που προαναγγέλλει το μέλλον
2. οιωνός, σημάδι, μήνυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -σημία < -σημος < σήμα]