παρρησιαστής
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
παρρησιαστοῦ, ὁ, outspoken person, Arist.EN 1124b29, Phld.Lib.p.62 O. (pl.), D.S.14.5, Luc.Deor.Conc.3.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui parle franchement.
Étymologie: παρρησιάζομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρρησιαστής -οῦ, ὁ [παρρησιάζομαι] vrijmoedig spreker:. παρρησιαστὴς... διὰ τὸ καταφρονητικὸς εἶναι vrijmoedig sprekend omdat hij anderen minacht Aristot. EN 1124b29.
German (Pape)
ὁ, der freimütig Sprechende; Arist. eth. 4.3; Luc. deor. conc. 3 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
παρρησιαστής: οῦ 2 ὁ откровенно высказывающийся, прямодушный человек Arst., Luc., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
παρρησιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλευθέρως ὁμιλῶν, ἐλευθερόστομος ἄνθρωπος, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 4. 3, 28, Διόδ. 14 .5, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησ. 3.
Greek Monolingual
ὁ, Α παρρησιάζομαι
αυτός που μιλά με παρρησία.
Greek Monotonic
παρρησιαστής: -οῦ, ὁ, ελεύθερος ομιλητής, σε Αριστ.
Middle Liddell
παρρησιαστής, οῦ, ὁ, [from παρρησιάζομαι
a free speaker, Arist.