ἐπικάμπιος

From LSJ
Revision as of 10:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικάμπιος Medium diacritics: ἐπικάμπιος Low diacritics: επικάμπιος Capitals: ΕΠΙΚΑΜΠΙΟΣ
Transliteration A: epikámpios Transliteration B: epikampios Transliteration C: epikampios Beta Code: e)pika/mpios

English (LSJ)

ἐπικάμπιον,
A = ἐπικαμπής, curved, τοῖχοι, τείχη, Ph.Bel.80.11, 82.3; ἐ. τάξις an order of battle in which one or both wings formed an angle with the centre, being either thrown forwards to attack the enemy in flank (cf. ἐπικαμπή), or backwards so as to meet a flank attack, Plb.6.31.2, D.S.17.57; also as a march formation, Ascl.Tact.11.1.
II. Subst. ἐπικάμπιον, τό, = ἐπικαμπή, Arr.Tact.26.7; ἐπικαμπίου τάξις Ael.Tact.31.4; ἐν ἐπικαμπίῳ, opp. ἐν μετώπῳ, Polyaen.4.3.22, cf. Plb. 5.82.9; also of fleets in naval warfare, Id.1.27.4.
2. of buildings, wing, τὸ ἐ. τῆς στοᾶς Plu.2.594b; τῇ ἐξέδρᾳ τῇ ἐν τῷ ἐ. IG12(9).234 (Eretria, i B.C.), cf. 12(8).266 (Thasos), AJA19.333 (Atalante).
3. ἐπικάμπια, τά, nodal points of the moon's orbit, Ptol.Tetr.167, Doroth. in Cat.Cod.Astr.6.91.

German (Pape)

[Seite 945] = ἐπικαμπής, bes. ἐπικάμπιον ἐποίησε τὴν τάξιν, Pol. 6, 31, 2. 12, 21, 6 D. Sic. 17, 57 u. sonst; ohne τάξις, 19, 27 Pol. 1, 27, 4 u. A., die Schlachtordnung mit einwärts od. auswärts gebogenen Flügeln; ein solcher zurückgezogner Flügel heißt auch ἐπικάμπιον, Polyaen. 4, 3, 22.

Greek Monolingual

ἐπικάμπιος, -ον (Α) επικάμπτω
1. επικαμπής, κυρτός
2. «ἐπικάμπιος τάξις» — διάταξη μάχης κατά την οποία η μία ή και οι δύο πτέρυγες σχηματίζουν γωνία προς το μέσο της φάλαγγας και προωθούνται για να πλευροκοπήσουν τον εχθρό ή οπισθοχωρούν για να αποκρούσουν εχθρική πλευροκόπηση
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπικάμπιον
α) η επικαμπή. β) (για οικοδόμημα) η πτέρυγα
γ) στον πληθ. οι συζυγίες της τροχιάς της σελήνης
4. φρ. «ἐν ἐπικαμπίῳ» — γωνιωδώς, σχηματίζοντας γωνίες.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικάμπιος: воен. изогнутый, построенный углом (τάξις Polyb., Diod.).