βουλευτήριος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
βουλευτήριον, giving advice, κακῶν τ' Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον A.Th.575.
German (Pape)
[Seite 457] ον, berathend, ὁ, der Rathgeber, Aesch. Spt. 557.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propre à donner un conseil, à conseiller.
Étymologie: βουλεύθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουλευτήριος -ον βουλεύω raadgevend.
Russian (Dvoretsky)
βουλευτήριος: ὁ
1 дающий совет, советник (τινί τινος Aesch.);
2 (в Афинах), булевт, член Совета Пятисот, Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
βουλευτήριος: -ον, = βουλευτικὸς Ι. 2, ὁ παρέχων συμβουλήν, κακῶν τ’ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον Αἰσχύλ. Θήβ. 575.
Greek Monolingual
βουλευτήριος, -ον (Α)
ο αρμόδιος ή κατάλληλος να παρέχει συμβουλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω) «βουλευτής» (Ησύχ.) ή < βουλευτής.
Greek Monotonic
βουλευτήριος: -ον (βουλεύω), συμβουλευτικός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
βουλεύω
advising, Aesch.