συμβούλευμα

From LSJ
Revision as of 11:03, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἡ γὰρ συνήθεια δεινὴ τοῖς κατὰ μικρὸν ἐνοικειουμένοις πάθεσι πόρρω προαγαγεῖν τὸν ἄνθρωπον → for habituation has a strange power to lead men onward by a gradual familiarization of the feelings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβούλευμα Medium diacritics: συμβούλευμα Low diacritics: συμβούλευμα Capitals: ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΜΑ
Transliteration A: symboúleuma Transliteration B: symbouleuma Transliteration C: symvoylevma Beta Code: sumbou/leuma

English (LSJ)

-ατος, τό, advice given, X.Ap.13, Eq.9.12; σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Arist.Pol.1311a20; official instruction, PFay.20.18 (iii/iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 980] τό, ertheilter Rath, θεοῦ, Xen. Apol. 13.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conseil, avertissement.
Étymologie: συμβουλεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμβούλευμα -ατος, τό [συμβουλεύω] raad, advies; met πρός + acc. aan iem.. Aristot. Pol. 1311a20.

Russian (Dvoretsky)

συμβούλευμα: ατος τό совет, указание, наставление Xen., Arst.

Greek Monolingual

τὸ, Α συμβουλεύω
1. υπόδειξη, παραίνεση
2. επίσημη οδηγία.

Greek Monotonic

συμβούλευμα: -ατος, τό, συμβουλή που παρέχεται, σε Ξεν., Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συμβούλευμα: τό, συμβουλή, Ξεν. Ἀπολ. 13, Ἱππ. 9. 12· σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 13.

Middle Liddell

συμβούλευμα, ατος, τό, [from συμβουλεύω
advice given, Xen., Arist.