μελαναθήρ

From LSJ
Revision as of 14:43, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαναθήρ Medium diacritics: μελαναθήρ Low diacritics: μελαναθήρ Capitals: ΜΕΛΑΝΑΘΗΡ
Transliteration A: melanathḗr Transliteration B: melanathēr Transliteration C: melanathir Beta Code: melanaqh/r

English (LSJ)

σῖτος, -έρος, ὁ, dark kind of summer-wheat, Gp. 3.3.11 (-αίθηρ Hsch.).

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνᾰθήρ: σῖτος, ὁ, εἶδος μέλανος σίτου σπειρομένου κατὰ τὸ ἔαρ, Γεωπ. 3. 3, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ.

Greek Monolingual

μελαναθήρ, -έρος, ὁ (Μ)
φρ. «μελαναθήρ σῖτος» — είδος μαύρου σίτου που σπέρνεται κατά την άνοιξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἀθήρ «το αγκάθι του σταχιού»].

German (Pape)

έρος, ὁ, bei Hesych. μελαναίθηρ, eine besondere Weizenart, Geop.