ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
v. ὁ, ὅ, and ὅς.II v. τίς.
nom. et acc. pl. neutre de ὁ, ἡ, τό, article et ancienn. pron. relat. et ion.
τά Dor., = τί, why τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (v.l. τί) (O. 1.82)
τά: ουδ. πληθ. του ὁ, ὅ, και ὅς.
τά: pl. к τό.