ἀνυπέρβλητος

From LSJ
Revision as of 12:11, 31 May 2024 by Spiros (talk | contribs)

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπέρβλητος Medium diacritics: ἀνυπέρβλητος Low diacritics: ανυπέρβλητος Capitals: ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟΣ
Transliteration A: anypérblētos Transliteration B: anyperblētos Transliteration C: anypervlitos Beta Code: a)nupe/rblhtos

English (LSJ)

ἀνυπέρβλητον,
A not to be surpassed or not to be outdone, φιλία X.Cyr.8.7.15; ἀρετή Isoc.4.71; φιλοτιμία D.2.18; εὔνοια Lycurg.101; ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5; τάχη Epicur.Ep.1p.10U. Adv. ἀνυπερβλήτως Arist. Rh.1370b31, Pyth.Sim.144.
2 persistent, obstinate, of disease, Gal.13.61.

Spanish (DGE)

-ον
I 1imposible de superar, insuperable de pers. ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίαν Antiph.168.5, ἀ. τὴν δύναμιν I.AI 11.44
de abstr. φύσις Hp.Acut.(Sp.) 48, Isoc.9.59, δύναμις Pl.Def.412b, φιλία X.Cyr.8.7.15, ἀρετή Isoc.4.71, φιλοτιμία D.2.18, D.S.13.56, εὔνοια Lycurg.101, πληγή Men.Sam.215, τάχη Epicur.Ep.[2] 47, ἀπειρία Plb.16.18.3, ὑπεροχὴ ... τῆς ... δυναστείας ἀ. Plb.1.2.7, γῆθος Plu.2.1091b, θρησκεία I.BI 2.198, τελειότης 1Ep.Clem.53.5, μέγεθος ἀρετᾶς Diotog.2, δόξα PMag.4.1201
subst. τὸ τῆς πίστεως ἀ. la imposibilidad de vencer a la fe Hippol.Dan.2.24.4.
2 persistente ἐπισταγμοί Gal.13.61.
II adv. -ως de manera insuperable ἀ. ὀργίζεσθαι Pythag.Sim.144, λυπεῖσθαι ἀ. Arist.Rh.1370b31, τελείως καὶ ἀ. γίνεται υἱὸς Θεοῦ Origenes Io.20.34 (p.372).

German (Pape)

[Seite 266] unübertrefflich. unüberwindlich, φιλία Xen. Cyr. 8, 7, 15; ἀρετή Isocr. 4, 71; φιλοτιμία Dem. 2, 18; εἰς πονηρίαν Antiphan. Ath. III, 108 e; οὖρος ib. XII, 543 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut surpasser.
Étymologie: , ὑπερβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυπέρβλητος:
1 не могущий быть превзойденным, несравненный (φιλία Xen.; ἀρετή Isocr.);
2 безмерный, беспредельный (τὸ βάθος Arst.; φιλοτιμία Dem.; γῆθος Plut.);
3 сильнейший (χειμῶνες Arst.);
4 неодолимый (δύναμις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπέρβλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑπερβάλῃ, δηλ. νὰ ὑπερβῇ ἢ νὰ ὑπερνικήσῃ, οὕτως ἀεὶ ἀνυπέρβλητος ἔσται ἡ ὑμετέρα φιλία Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15, Δημ. 23. 11, Λυκοῦργ. 161. 37· ἄνθρωπος ἀνυπέρβλητος εἰς πονηρίαν Ἀντιφ. ἐν «Νεοττίδι» 1. 5. - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνυπέρβλητος, -ον)
1. αξεπέραστος
2
απαράμιλλος, ακατανίκητος.

Greek Monotonic

ἀνυπέρβλητος: -ον (ὑπερβάλλω), αυτός που δεν έχει υπερβληθεί ή υπερνικηθεί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. -τως, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὑπερβάλλω
not to be surpassed or outdone, Xen., etc.:—adv. -τως, Arist.

English (Woodhouse)

unsurpassed, not to be surpassed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)