παγκρατιαστής

From LSJ
Revision as of 10:45, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκρᾰτιαστής Medium diacritics: παγκρατιαστής Low diacritics: παγκρατιαστής Capitals: ΠΑΓΚΡΑΤΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: pankratiastḗs Transliteration B: pankratiastēs Transliteration C: pagkratiastis Beta Code: pagkratiasth/s

English (LSJ)

παγκρατιαστοῦ, ὁ, one who practises the παγκράτιον, Pl.R. 338c, Euthd.271c, IG5(1).669 (Sparta), etc.; ἀνὴρ π. SIG1073.14 (Olympia, ii A. D.); παῖς π. IG12.846.13; title of plays by Alexis, Philemon, etc.

German (Pape)

[Seite 436] ὁ, der im Pankration kämpft, der Pankratiast; Plat. Rep. I, 338 e Legg. VIII, 380 a u. Folgde, wie Pol. 28, 16, 4, Plut. – Titel von Comödien des Alexis, Philemon u. Theophilus. Davon

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui lutte ou s'exerce au pancrace.
Étymologie: παγκρατιάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκρατιαστής -οῦ, ὁ [παγκρατιάζω] beoefenaar van het pankration, pankratiast.

Russian (Dvoretsky)

παγκρᾰτιαστής: οῦ ὁ панкратиаст, занимающийся всеборьем Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παγκρᾰτιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ διαγωνιζόμενος τὸ παγκράτιον, Πλάτ. Πολ. 338C, Εὐθύδ. 271C· ἐπιγραφὴ κωμῳδιῶν τοῦ Ἀλέξιδος, Φιλήμονος, κλπ., συχν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 1428, 1969, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

παγκρατιαστής (Α) παγκρατιάζω
αθλητής του παγκρατίου («παγκρατιασταί
ἀθληταὶ πύκται)
αρχ.
ως κύριο όν. Παγκρατιαστής
τίτλος κωμωδιών του Αλέξιδος και του Φιλήμονος.

Greek Monotonic

παγκρᾰτιαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγωνίζεται στο παγκράτιον, σε Πλάτ.

Middle Liddell

παγκρᾰτιαστής, οῦ, ὁ, [from παγκρᾰτιάζω]
one who practises the παγκράτιον, Plat.