ἰσχυροπράγμων

From LSJ
Revision as of 16:27, 7 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(ptext.*?)That(.*?\n}})" to "$1Tat$2")

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡροπράγμων Medium diacritics: ἰσχυροπράγμων Low diacritics: ισχυροπράγμων Capitals: ΙΣΧΥΡΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: ischyroprágmōn Transliteration B: ischyropragmōn Transliteration C: ischyropragmon Beta Code: i)sxuropra/gmwn

English (LSJ)

ἰσχυροπράγμον, gen. ονος, doing mighty deeds, Paul.Al.O.1; Glossaria on ὀβριμοεργός, Sch.D Il.5.403.

German (Pape)

[Seite 1273] ονος, starke, muthige Taten verrichtend, Erkl. von ὀβριμοεργός, Schol. Il. 5, 403.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχυροπράγμων: -ον, ὁ ἰσχυρά, μεγάλα ἔργα πράττων, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Ὁμηρικοῦ ὀβριμοεργός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ε. 403, Παῦλ. Ἀλεξ. Ἀποτελεσμ. 53, 8.

Greek Monolingual

ἰσχυροπράγμων -ον (Α)
αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλοπράγμων, πολυπράγμων].