νήδυια
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ων, τά, bowels, entrails, Il.17.524, A.R.2.113, Nic.Al. 381.
German (Pape)
[Seite 251] τά, die Eingeweide; Il. 17, 524; auch sp. D., wie Ap. Rh. 2, 113. – Die Schreibung νηδύϊα ist falsch, Lob. Phryn. 494.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
entrailles.
Étymologie: νηδύς.
Russian (Dvoretsky)
νήδυια: τά внутренности (тела) Hom.
Greek (Liddell-Scott)
νήδυια: (οὐχὶ νηδύΐα, Λοβ. Φρύνιχ. 494), ων, τά, ὡς τὸ νηδύς, τὰ ἐντόσθια, ἔντερα, Ἰλ. Ρ. 524, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 113, Νικ. Ἀλεξιφ. 381· - Ἐπικ. γεν. νηδυιόφιν, (ἐκτὸς ἂν εἶναι ἀντὶ νηδυόφιν), Μόσχ. 4. 78.
English (Autenrieth)
(νηδύς), pl.: bowels, Il. 17.524†.
Greek Monolingual
νήδυια, τὰ (Α) νηδύς
σπλάγχνα, εντόσθια, έντερα.
Greek Monotonic
νήδυια: -ων, τά (νηδύς), εντόσθια, έντερα, σε Ομήρ. Ιλ.