φαυλεπίφαυλος
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
φαυλεπίφαυλον, absolutely the worst, bad upon bad, bad as bad can be, AP11.238 (Sup., Demod.).
German (Pape)
[Seite 1259] schlecht über schlecht, d. i. sehr, ganz schlecht, im superl. Demodoc. 3 (XI, 238).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
cent fois vil.
Étymologie: φαῦλος, ἐπί, φαῦλος.
Greek (Liddell-Scott)
φαυλεπίφαυλος: -ον, εἰς ἄκρον φαῦλος, ἔχων ἐν ἑαυτῷ πᾶσαν φαυλότητα, ἀχρειότατος, Ἀνθ. Π. 11. 238· ― πρβλ. λεπτεπίλεπτος, παππεπίπαππος.
Greek Monolingual
-η, -ο / φαυλεπίφαυλος, -η, -ον, ΝΜΑ
ο υπερβολικά φαύλος, αχρειότατος, πανάθλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + ἐπί + φαῦλος.
Greek Monotonic
φαυλεπίφαυλος: -ον, πάρα πολύ κακός, όσο κακός γίνεται, σε Ανθ.
Middle Liddell
φαυλ-επί-φαυλος, ον,
bad upon bad, bad as bad can be, Anth.