μαυλίζω
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
v. μαστροπεύω, Hsch. s.v. μαστροπός, Sch. Ar. Nu. 976.
Greek Monolingual
και μαυλάω (ΑM μαυλίζω) [[[μαύλις]] (Ι)]
εξωθώ στην πορνεία, παρασύρω στην ανηθικότητα, εκμεταλλεύομαι πόρνη
νεοελλ.
1. κράζω κότες ή άλλα κατοικίδια με ιδιαίτερο κράξιμο για το καθένα
2. προσελκύω θηράματα με μίμηση της φωνής τους («σαν τα πουλιά, που τά μαυλίζει ο κράχτης», Καζαντζ.)
3. πλανεύω, ξελογιάζω.