ἐγχειρητικός

From LSJ
Revision as of 10:02, 18 October 2024 by Spiros (talk | contribs)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχειρητικός Medium diacritics: ἐγχειρητικός Low diacritics: εγχειρητικός Capitals: ΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: encheirētikós Transliteration B: encheirētikos Transliteration C: egcheiritikos Beta Code: e)gxeirhtiko/s

English (LSJ)

ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, enterprising, adventurous, X.HG4.8.22. Adv. ἐγχειρητικῶς Archyt. ap. Stob.4.50.2.

Spanish (DGE)

ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν
1 emprendedor τοῦ Θίβρωνος ... ἐγχειρητικώτερος στρατηγός X.HG 4.8.22.
2 adv. ἐγχειρητικῶς = de manera emprendedora ποεῖ ἁ μὲν νεότας ἐ. Ps.Archyt.Pyth.Hell.14.20.

German (Pape)

[Seite 713] ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, unternehmend, Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. ἐγχειρητικῶς im Gegensatz von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
entreprenant;
Cp. ἐγχειρητικώτερος.
Étymologie: ἐγχειρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχειρητικός: предприимчивый (στρατηγός Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχειρητικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, ἐπιχειρηματικός, ῥιψοκίνδυνος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐγχειρητικός, ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην εγχείρηση
2. το θηλ. ως ουσ. η εγχειρητική
α) η τέχνη της θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με εγχείρηση
β) ο κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους της εγχειρητικής
αρχ.
ριψοκίνδυνος.

Greek Monotonic

ἐγχειρητικός: ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, τολμηρός, θαρραλέος, ριψοκίνδυνος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐγχειρητικός, ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν [from ἐγχειρέω
enterprising, adventurous, Xen.

Translations

adventurous

Asturian: aventureru; Basque: abenturazale; Belarusian: авантурны; Bulgarian: рискован, авантюристичен; Catalan: aventurer; Danish: eventyrslysten; Dutch: avontuurlijk, ondernemend; Esperanto: aventurema; Finnish: seikkailunhaluinen; French: aventureux; Galician: aventureiro; German: abenteuerlustig, abenteuerdurstig, abenteuerhungrig, abenteuersüchtig; Greek: περιπετειώδης, τολμηρός; Ancient Greek: ἐγχειρητικός, κινδυνευτικός, μεγαλοκίνδυνος, μεγαλότολμος, φιλοκίνδυνος; Hebrew: הרפתקני; Hungarian: kalandos; Japanese: 冒険好きな; Luxembourgish: abenteuerlech; Maori: mātātoa, manawa kai tūtae; Norwegian: eventyrlysten; Polish: śmiały, zawadiacki, awanturniczy, żądny przygód; Portuguese: aventureiro, aventuroso; Russian: рискованный, авантюрный, авантюристичный; Spanish: intrépido, aventurero; Swedish: äventyrlig; Turkish: maceraperest; Volapük: ventürik