ὀρχηστήρ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
ὀρχηστῆρος, ὁ, = ὀρχηστής (dancer, dancing-master, pantomimic dancer), κοῦροι ὀρχηστῆρες Il. 18.494, cf. Hes. Fr. 198.3 ; ὀρχηστῆρες Ἐνυοῦς Nonn. D. 28.275 ; ὀρχηστὴρ πολέμοιο, i.e. warrior, ib. 304 ; of fishes taken out of the water, Opp. C. 1.61.
German (Pape)
[Seite 390] ῆρος, ὁ, = Folgdm; κοῦροι ὀρχηστῆρες, Il. 18, 494; Luc. salt. 13.
French (Bailly abrégé)
τῆρος (ὁ) :
danseur, particul. danseur qui joue la pantomime.
Étymologie: ὀρχέω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρχηστήρ: ῆρος ὁ плясун, танцор Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχηστήρ: -ῆρος, ὁ, = τῷ ὀρχηστής, κοῦροι ὀρχηστῆρες Ἰλ. Σ. 494, Ἡσ. Ἀποσπ. 94 Göttl. ΙΙ. ἰχθὺς σκιρτῶν ἢ πηδῶν, Ὀππ. Κυν. 1.61.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ὀρχηστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. ορχηστής
2. ψάρι που σπαρταρά
3. φρ. «ὀρχηστὴρ πολέμοιο» — πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρχησ- του ὀρχοῦμαι + επίθημα -τήρ (πρβλ. μνηστήρ)].
Greek Monotonic
ὀρχηστήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.