Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: σημήϊον | Medium diacritics: σημήϊον | Low diacritics: σημήϊον | Capitals: ΣΗΜΗΪΟΝ |
Transliteration A: sēmḗïon | Transliteration B: sēmēion | Transliteration C: simiion | Beta Code: shmh/i+on |
τό, Ion. for σημεῖον. σημιαφόρος, v. σημειοφόρος.
[Seite 875] τό, ion. statt σημεῖον, oft bei Her.
ion. c. σημεῖον.
τὸ, Α
βλ. σημείο.
σημήϊον: τό, Ιων. αντί σημεῖον.
σημήϊον: τό ион. = σημεῖον.