δρομάω
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
(not found in pres.), = τρέχω (run): Ep. iter. δρομάασκε Hes.Fr.117 (v.l. φοίτασκε): aor. 1 part. δρομήσασα Vett. Val.345.33 (but inf. δρομῆσαι dub. in Hp.Fract.4): pf. ὐπαδεδρόμακε Sapph.2.10.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. δρωμ- Hsch.
• Morfología: [impf. iter. δρομάασκε Hes.Fr.62.2]
1 de pers. correr ἐπὶ πυραμίνων ἀθέρων δρομάασκε πόδεσσιν Hes.l.c., cf. Hsch.
2 de naves navegar velozmente ἡ ... ναῦς ῥοθίως δρομήσασα Vett.Val.332.7, cf. tb. δρομέω.
German (Pape)
[Seite 667] nur in der Form) δρομάασκε er lief, Hes. frg. 2, wefür Schol. Ven Il. 20, 227 φοίτασκε hat, u. was eigtl. δρώμασκε heißen müßt, vgl. Lob. zu Phryn. 583.
French (Bailly abrégé)
pf. δεδρόμηκα;
courir.
Étymologie: δρόμος.
Greek Monotonic
δρομάω: θαμιστικό του δρᾰμεῖν, τρέχω, μόνο σε παρακ. δεδρόμηκα, Αιολ. -ᾱκα, σε Σαπφώ, Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
δρομάω: (только 3 л. sing. aor. iter. δρομάασκε и pf. δεδρόμηκα) бежать Hes., Babr.
Middle Liddell
δρομάω,
Frequent. of δρᾰμεῖν, to run, only in perf. δεδρόμηκα, aeolic -ᾱκα, Sapph., Babr.