ἐγκερτομέω
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
Spanish (DGE)
burlarse ψευδῆ λέγων δὲ καὶ μάτην ἐγκερτομῶν, θάνοιμι E.IA 1006.
German (Pape)
[Seite 707] beschimpfen, schmähen, τινί, Eur. I. A. 1006.
French (Bailly abrégé)
ἐγκερτομῶ :
se railler de, τινι.
Étymologie: ἐν, κερτομέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκερτομέω: глумиться, издеваться (τινι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκερτομέω: ἐμπαίζω, περιγελῶ, ὑβρίζω, τινὶ Εὐρ. Ι. Α. 1006.
Greek Monotonic
ἐγκερτομέω: μέλ. -ήσω, εμπαίζω, περιγελώ, βρίζω, τινί, σε Ευρ.