παραμίγνυμι

From LSJ
Revision as of 09:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμίγνυμι Medium diacritics: παραμίγνυμι Low diacritics: παραμίγνυμι Capitals: ΠΑΡΑΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: paramígnymi Transliteration B: paramignymi Transliteration C: paramignymi Beta Code: parami/gnumi

English (LSJ)

v. παραμείγνυμι.

German (Pape)

[Seite 489] (s. μίγνυμι), zumischen, beimischen, τινί τι, Ar. Vesp. 878; Hippocr.; ὅτι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται, Plat. Rep. III, 415 c; ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, Arist. eth. 10, 7; τὴν παῤῥησίαν τῇ κολακείᾳ, Plut. Ant. 24.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. παραμέμιγμαι;
mêler, mélanger.
Étymologie: παρά, μίγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραμίγνυμι zie παραμείγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

παραμίγνῡμι: v.l. παραμείγνυμι (pf. pass. παραμέμιγμαι) смешивать, примешивать (τινί τι Arph., Arst., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παραμίγνυμι: καὶ -ύω, Ἰων. -μίσγω. Ἐγκαταμιγνύω, τινί τι Ἀριστοφ. Σφ. 878· τι καί τι Πλούτ. 2. 59Β· - Παθ., μεταφ., ἠδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 2. ΙΙ. μόνον μετ’ αἰτ., ἀναμιγνύω, προστίθημι διὰ μίξεως, Λατ. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν Ἡρόδ. 1. 203., 4. 61· μέλι, σμύρνην Ἱππ. 475. 46., 660. 49· στεατίου μικρὸν Ἀλέξ. Ἐρετρ. 1· - Παθ., ὅ τι αὐτοῖς τούτων ἐν ταῖς ψυχαῖς παραμέμικται Πλάτ. Πολ. 415Β.

Greek Monolingual

και παραμ(ε)ιγνύω Α
1. αναμιγνύω, ανακατώνω με κάτι
2. προσθέτω κάτι σε μίγμαπαραμείγνυμι μέλι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μ(ε)ίγνυμι «αναμιγνύω»].

Greek Monotonic

παραμίγνυμι: και -ύω, Ιων. -μίσγω, μέλ. -μίξω·
I. αναμιγνύω με, τί τινι, σε Αριστοφ. — Παθ., ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ, σε Αριστ.
II. προσθέτω με ανάμειξη, Λατ. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν, σε Ηρόδ. — Παθ., ὅτι αὐτοῖς παραμέμικται, σε Πλάτ.

Middle Liddell

and -ύω ionic -μίσγω fut. -μίξω
I. to intermix with, τί τινι Ar.:—Pass., ἡδονὴν παραμεμῖχθαι τῇ εὐδαιμονίᾳ Arist.
II. to add by mixing, Lat. admiscere, ὕδωρ παραμίσγειν Hdt.:—Pass., ὅ τι αὐτοῖς παραμέμικται Plat.