λογολέσχης

Revision as of 08:48, 8 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "hablar por los codos, parlanchín" to "parlanchín")

English (LSJ)

λογολέσχου, ὁ, prater, AP11.140 (Lucill.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bavard.
Étymologie: λόγος, λέσχη.

German (Pape)

ὁ, der Schwätzer über Worte und Reden, von den Grammatikern, Lucill. 28 (XI.140).

Russian (Dvoretsky)

λογολέσχης: ου ὁ пустомеля, болтун Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λογολέσχης: -ου, ὁ, ἀδολέσχης, φλύαρος, Ἀνθ. Π. 11. 140.

Greek Monolingual

λογολέσχης, ὁ (ΑM)
φλύαρος, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -λέσχης (< λέσχη «συνομιλία, φλυαρία»), πρβλ. κυσολέσχης, μυθολέσχης.

Greek Monotonic

λογολέσχης: -ου, ὁ (λέσχη), φλύαρος, αδολέσχης, σε Ανθ.

Middle Liddell

λογο-λέσχης, ου, ὁ, λέσχη
a prater, Anth.

Translations

chatterbox

Arabic: ثَرْثَار; Belarusian: лапатун, лапатуха, лапатушка, ласкатун, ласкатуха, ласкатушка; Bulgarian: бъбрица, кречетало; Catalan: xerraire; Chinese Mandarin: 話匣子, 话匣子, 喋喋不休者, 話癆, 话痨; Czech: kecal; Danish: sladretaske, sludrechatol; Dutch: kletskous; Esperanto: babilemulo; Finnish: lörppö, lörpöttelijä, hölösuu; French: moulin à paroles, bavard comme une pie; Galician: charlatán; German: Dampfplauderer, Plaudertasche, Quasselstrippe, Schwätzer, Schwätzerin; Alemannic German: Chlepfe; Greek: πολυλογάς, φαφλατάς; Ancient Greek: ἀδέλεσχος, ἀδολέσχης, ἀδόλεσχος, ἀείλαλος, ἀθυρόγλωσσος, ἀθυρόγλωττος, ἀθυρόστομος, ἀπεριλάλητος, βάβαξ, γλώσσαλγος, γλώσσαργος, γλωσσώδης, Δωδωναῖον χαλκεῖον, ἑτοιμολόγος, κωτίλος, λακερός, λάληθρος, λάλημα, λαλητρίς, λάλος, λεσχήν, λεσχηνευτής, λογολέσχης, μακρολόγος, πανθρύλιος, πάνθρυλος, περίλαλος, περισσολόγος, πολύλαλος, πολυλόγος, πολύλογος, πολύφωνος, πρόγλωσσος, ῥεολόγος, ῥειολόγος, ῥωποπερπερήθρας, σπερμολόγος, στωμυλήθρας, στωμύληθρος, στώμυλμα, στωμύλος, φάτης, φιλόλογος, φλέδων, φλήναφος, φλῆφος, φλύαρος; Hungarian: locsi-fecsi, szélkelep; Irish: cabaire; Italian: chiacchierone, ciancione, linguacciuto; Japanese: おしゃべり; Kazakh: сумақай; Latin: lingulaca; Latvian: pļāpa; Macedonian: кречетало, брборко, алапача; Maori: kohe, komarero, pane kākā, ngutu kotete; Norman: bailleux d'goule, caqu'teux; Occitan: barjacaire, charraire; Plautdietsch: Plaupamul; Polish: gaduła; Portuguese: tagarela, falador, gralha, grafonola; Russian: болтун, болтунья, болтушка, лопотун, лопотуха, лопотунья; Serbo-Croatian: brbljavac, brbljavica; Spanish: loro, lora, charlatán, cotorra, parlanchín; Tangut: 𗀁𗢯; Turkish: geveze, şapır; Ukrainian: балакун, балакуха, лепетун, лепетуха; Walloon: tchafiåd, tchafete, berdeleu, Mareye-tarame