ἀναβάτης

From LSJ
Revision as of 22:08, 24 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβᾰ́της Medium diacritics: ἀναβάτης Low diacritics: αναβάτης Capitals: ΑΝΑΒΑΤΗΣ
Transliteration A: anabátēs Transliteration B: anabatēs Transliteration C: anavatis Beta Code: a)naba/ths

English (LSJ)

poet. ἀμβάτης, ἀναβάτου, ὁ,
A one who mounts, one mounted, of Pentheus in the tree, E.Ba.1107; esp. horseman, rider, X.HG5.3.1, Pl.Criti.119b, etc.
II stallion, Hsch.
III fire-brand(?), Sch.Ar.Ach.321.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): poét. ἀμβάτης E.Ba.1107, tb. en X.HG 5.3.1, Mem.3.3.2
• Prosodia: [-βᾰ-]
I adj. subido, emboscado en lo alto τὸν ἀμβάτην θῆρ' ὡς ἕλωμεν de Penteo subido a un pino, E.l.c.
II subst.
1 jinete Stesich.1.13A., Pl.Criti.119a, X.HG 5.3.1, Mem.3.3.2, Eq.3.12, 5.7, Plb.21.15.9, D.C.61.17.2, Plu.2.196e, LXX Ex.14.23, De.20.1
conductor de carro militar, LXX Ex.15.19, 1Ep.Clem.51.5, quizá LXX Ex.14.23.
2 caballo semental Hsch.
III sent. dud., quizá tea Sch.Ar.Ach.321.

German (Pape)

[Seite 180] ἀναβάτου, ὁ, p. ἀμβάτης (was auch Xen. Mem. 3, 3, 2 steht), 1) der auf etwas gestiegen ist, Eur. Bacch. 1107; bes. Rossebesteiger, Reiter, Plat. Crit. 119 a; Xen. Hell. 5, 3, 1. – 2) der Beschäler, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui monte à cheval, cavalier.
Étymologie: ἀναβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναβάτης: поэт. ἀμβάτης, ου ὁ
1 седок, всадник Xen., Plat., Plut.;
2 взобравшийся наверх, сидящий на дереве (θήρ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβάτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀμβάτης, ὁ ἀναβαίνων, ὁ ἀναβάς, ὁ ἀναβεβηκώς, περὶ τοῦ Πενθέως ἐπὶ τοῦ δένδρου, Εὐρ. Βάκχ. 1107· ἰδίως, ὁ ἐφ’ ἵππου, ὁ ἱππεύς, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3. 1, Πλάτ., κτλ.· πρβλ. ἀνάβασις Ι. 1. ΙΙ. «ἵππος ὀχευτής» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (Α ἀναβάτης) (Ν θηλ. -τρια) ἀναβαίνω
1. αυτός που ανεβαίνει ή έχει ανεβεί κάπου
2. αυτός που ανεβαίνει σε άλογο, ιππέας, καβαλάρης
νεοελλ.
(για αρσενικά ζώα) βατευτής, επιβήτορας.

Greek Monotonic

ἀναβάτης: [βᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. ἀμβάτης (ἀναβαίνω), αυτός που έχει ανεβεί, που έχει αναρριχηθεί, λέγεται για τον Πειθέα πάνω σε δέντρο, σε Ευρ.· λέγεται για ιππέα, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀναβαίνω
one mounted, of Pentheus in the tree, Eur.: a horseman, rider, Xen.

English (Woodhouse)

mounted man

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)