κλυδώνιον

Revision as of 10:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, Dim. of κλύδων,
A little wave, ripple, E.Hec.48, etc.: pl., Id.Hel.1209: metaph., of a city, κλυδωνίου πολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατο A.Th.795: collectively, surf, dub. l. in Th.2.84 (cf. κλύδων): without Dim. sense, Arr.Peripl.M.Eux.3.
II metaph., κ. χολῆς A.Ch.183.

German (Pape)

[Seite 1457] τό, dim. von κλύδων, gelinder Wogenschlag, Eur. Hec. 48 Hel. 1225; bes. am Gestade, Brandung, Thuc. 2, 84. Übertr., κἀμοὶ προσέστη καρδίας κλυδώνιον χολῆς Aesch. Ch. 181, ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίου πολλαῖσι πληγαῖς Spt. 777.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mouvement des vagues, ballottement des flots, houle, clapotis.
Étymologie: κλύδων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλυδώνιον -ου, τό [κλύδων] golf, golving, deining:; ἐν κλυδωνίοις ἁλός in de golven van de zee Eur. Hel. 1209; overdr.: κλυδώνιον χολῆς een golf van gal Aeschl. Ch. 183; πόλις δ’ ἐν … κλυδωνίου πολλαῖσι πληγαίς ἄντλον οὐκ ἐδέξατο in de talloze beukende golven heeft de stad geen water gemaakt Aeschl. Sept. 795.

Russian (Dvoretsky)

κλῠδώνιον: τό
1 волнение, прибой (ἐν κλυδωνίοις ἁλός Eur.);
2 перен. наплыв, прилив (χολῆς Aesch.).

Greek Monolingual

το (AM κλυδώνιον)
νεοελλ.
ναυτ. κυματώδης κατάσταση της θάλασσας ενδιάμεση μεταξύ του επισάλου και του κλύδωνα, κν. γερή φουρτούνα
(μσν.-αρχ.)
συμφορά, ταραχή
αρχ.
1. μικρός κλύδωνας
2. ανακίνηση, κύμανση
3. ελαφρά θραύση τών κυμάτων στην ακτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλύδων + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. μαχαίριον, πόδιον)].

Greek Monotonic

κλῠδώνιον: τό, υποκορ. του κλύδων,
I. μικρό κύμα, ελαφρός κυματισμός, ρυτίδωση (νερού), σε Ευρ.· γενικά, κύμα, σε Αισχύλ.· ως περιληπτικό ουσ., κύμα που σπάει στην ακτή, σε Θουκ.
II. μεταφ., κλ. χολῆς, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠδώνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κλύδων, μικρὰ κύμανσις, Εὐρ. Ἑκ. 48, κτλ.· καθόλου, κῦμα, Αἰσχύλ. Θήβ. 795· ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑλ. 1209· ― ὡς ὄνομα, ῥόθιον, ἐλαφρὰ θραῦσις τῶν κυμάτων ἐπὶ τῆς κυματωγῆς, Θουκ. 2. 84. ΙΙ. μεταφορ., κλ. χολῆς Αἰσχύλ. Χο. 183.

Middle Liddell

κλῠδώνιον, ου, τό, [Dim. of κλύδων,]
I. a little wave, ripple, Eur.; generally, a wave, Aesch.:—as collective noun, the surf, Thuc.
II. metaph., κλ. χολῆς Aesch.

English (Woodhouse)

billow