παρακελευσμός

From LSJ
Revision as of 11:46, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακελευσμός Medium diacritics: παρακελευσμός Low diacritics: παρακελευσμός Capitals: ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΣΜΟΣ
Transliteration A: parakeleusmós Transliteration B: parakeleusmos Transliteration C: parakelefsmos Beta Code: parakeleusmo/s

English (LSJ)

ὁ, = παρακέλευσις 1, Th. 4.11, Lys.2.38, X.Cyr.3.3.59, etc.

German (Pape)

[Seite 482] ὁ, = παρακέλευσις; Thuc. 4, 11; μεστὸν τὸ στράτευμα παρακελευσμοῦ, Xen. Cyr. 3, 3, 59; ἐναγώνιος, Pol. 10, 11, 5; Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
exhortation, encouragement.
Étymologie: παρακελεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακελευσμός -οῦ, ὁ [παρακελεύω] aansporing, aanmoediging.

Russian (Dvoretsky)

παρακελευσμός: ὁ Thuc., Lys., Xen. = παρακέλευσις.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρακελεύομαι
παρακέλευσις, παρακίνηση, προτροπή, παραίνεση.

Greek Monotonic

παρακελευσμός: ὁ = παρακέλευσις, σε Θουκ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

παρακελευσμός: ὁ, = παρακέλευσις, Θουκ. 4. 11, Λυσ. 194. 15, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 59, κτλ.

Middle Liddell

παρακελευσμός, οῦ, ὁ, = παρακέλευσις, Thuc., Xen.]