ταρίχευσις
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A embalming, of mummies, Hdt.2.85,88.
2 pickling, salting, of fish, Id.4.53, Glossaria.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. ταριχεία: salaison ; particul. embaumement d'un corps.
Étymologie: ταριχεύω.
German (Pape)
[ρῑ] ἡ, = ταριχεία, Her. 2.85, 88.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρίχευσις: εως (ῑχ) ἡ Her. = ταριχεία 1 и 2.
Greek (Liddell-Scott)
ταρίχευσις: ἡ, τὸ ταριχεύειν νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 85, 88. 2) τὸ ἁλάτισμα ἰχθύων, ὁ αὐτ. 4. 53, πρβλ. ταριχεία.
Greek Monotonic
τᾰρίχευσις: ἡ,
1. βαλσάμωμα, ταρίχευση, λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.
2. αλάτισμα, πάστωμα, λέγεται για ψάρια, στον ίδ.
Middle Liddell
τᾰρίχευσις, εως, [from τᾰρῑχεύω]
1. embalming, of mummies, Hdt.
2. pickling, salting, of fish, Hdt.
Translations
embalming
Catalan: embalsamament; Galician: embalsamamento; German: Einbalsamierung; Greek: ταρίχευση, βαλσάμωμα; Ancient Greek: ἐνταφίασις, ἐνταφιασμός, ταριχεία, ταριχηΐη, ταρίχευσις, ταφή; Italian: imbalsamazione; Portuguese: embalsamamento, embalsamação; Spanish: embalsamamiento, embalsamiento; Turkish: tahnit; Vietnamese: ướp xác