πυνθάνομαι

From LSJ
Revision as of 19:42, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυνθάνομαι Medium diacritics: πυνθάνομαι Low diacritics: πυνθάνομαι Capitals: ΠΥΝΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: pynthánomai Transliteration B: pynthanomai Transliteration C: pynthanomai Beta Code: punqa/nomai

English (LSJ)

Od.2.315, etc.; poet. also πεύθομαι (q.v.): Ep. impf.

   A πυνθανόμην 13.256: fut. πεύσομαι Il.18.19, etc., Dor. πευσοῦμαι Theoc.3.51 (so cod. Med. in A.Pr.988): aor. ἐπῠθόμην Il.5. 702, etc., Ep. and Lyr. πυθόμην Od.4.732, B.15.26; imper. πυθοῦ, Ion. πυθεῦ Hdt.3.68; Ep. opt. πεπύθοιτο Il.6.50, al. (subj. πεπύθωνται is f.l. for γε πύθωνται, 7.195); 3pl. πυθοίατο S.OC921: pf. πέπυσμαι Od.11.505, etc.; 2sg. πέπῠσαι Pl.Prt.310b, Ep. πέπυσσαι Od.11.494; inf. πεπύσθαι Th.7.67, etc.; part. πεπυσμένος Pl.Smp.179e: plpf. ἐπεπύσμην Ar.Pax615, Av.470; 3sg. ἐπέπυστο Il.13.674, Ep. πέπυστο ib.521; 3dual πεπύσθην 17.377:—learn, whether by hearsay or by inquiry (ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι Hdt.7.195): constr.    1 π. τί τινος learn something from a person, Il.17.408, Od.10.537, A.Ag.599, Ar.Ra.1417, etc.; also π. τι ἀπό τινος A.Ch. 737; ἐξ ἄλλων S.OC1266; ἐκ τοῦ παρατυχόντος Th.1.22; freq. παρά τινος, Hdt.2.91, etc.; παρ' ἄλλων (v.l. ἄλλων) X.Cyr.4.1.3.    2 c. acc. rei only, hear or learn a thing, Od.2.411, A.Ch.765, Antipho 5.25, etc.: abs., αἰσχρὸν τόδε γ' ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι Il.2.119, cf. Pi.P.7.7, etc.; ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι Hdt.1.22, etc.    3 c. gen. objecti, hear or inquire concerning, πυθέσθαι πατρός, ἀγγελιάων, μάχης, Od.1.281, 2.256, Il.15.224, cf. S.El.35, Pl.Lg.635b.    4 π. τινά τινος inquire about one person of or from another, τὸν ἄνδρα τῶν ὁδοιπόρων Ar.Ach.204; so π. περί τινος Hdt.2.75; πᾶσαν πυθέσθαι τῶνδ' ἀλήθειαν πέρι S.Tr.91: c. acc. pers. only, inquire about a person, Ar.Th.619.    5 c. part., πυθόμην ὁδὸν ὁρμαίνοντα that he was starting, Od.4.732, cf. Hdt.9.58, S.Aj.692; π. τὸ Πλημμύριον ἑαλωκός Th.7.31, cf. X.An.1.7.16, etc.; οὔ πω . . πεπύσθην Πατρόκλοιο θανόντος they had not yet heard of his being dead, Il.17.377, cf. 427, 19.322, A.Ch.763; ὡς ἐπύθοντο τῆς Πύλου κατειλημμένης Th.4.6: with acc. rei added, εἰ σφῶϊν τάδε πάντα πυθοίατο μαρναμένοιιν Il.1.257.    6 c. acc. et inf., hear or learn that . ., Hdt.1.62, 5.15, S. Tr.103 (lyr.), Th.7.25, etc.    7 folld. by an interrog. clause, ὡς πυθώμεθα ὅπου ποτ' ἐσμέν S.OC11; αὐτοῦ π. τί ποτε νοεῖ inquire or learn from him what... Pl.La.196c, cf. X.An.6.3.25, Plb.3.107.6; π., ὅτεῳ . . συνοικέει Hdt.3.68; π. εἰ . .inquire whether... S.OC993, IG42(1).121.18 (Epid., iv B.C.); τοῦ ξένου ἡδέως ἂν π., τί ταῦθ' ἡγοῦντο Pl.Sph.216d; π. τινῶν, ὅτι . . X.An.4.6.17; π., ὅπως ἂν κάλλιστα πορευθείη ib.3.1.7, cf. Cyr.1.4.7.    II Act., aor. 1 part. fem. πεύσασα having learned, PMasp.5.7 (vi A.D.).    2 v. πεύθω.

German (Pape)

[Seite 818] (πυθ), altpoet. auch πεύθ ομαι; fut. πεύσομαι, selten πευσοῦμαι, Aesch. Prom. 987, Theocr. 3, 51, vgl. Eur. Hipp. 1104; aor. ἐπυθόμην, πυθέσθαι (πύθευ Her. 3, 68), ep. auch mit der Reduplication πεπυθοίατο; perf. πέπυσμαι, πέπυσαι, Plat. Prot. 310 b, u. ep. πέπυσσαι, Od. 11, 494; das praes. πυνθάνομαι hat Hom. Od. 2, 315, u. das impf. ἐπυνθανόμην 13, 256, sonst immer πεύθομαι u. impf. πευθόμην (vielleicht mit dem Vorigen zusammenhangend, eigtl. ergründen); – fragen, erfragen, erforschen, erkunden, vernehmen; καὶ ἄλλων μῦθον ἀκούων πυνθάνομαι, Od. 2, 315; – c. accus., ὅσσα δ' ἐνὶ μεγάροισι καθήμενος ἡμετέροισιν πεύθομαι, Od. 3, 187; πεύθετο γὰρ Κύπρονδε μέγα κλέος, er vernahm nach Kypros hin den Ruhm, Il. 11, 21; κήρυξ ἐπεύθετο βουλάς, Od. 4, 677; πεύθετο γὰρ οὗ παιδὸς ὄλεθρον u. ä. oft Hom.; κέλαδον, Il. 18, 530; ἐπὴν εὖ πάντα πύθηαι, Od. 4, 494; τάδε πευθόμενος κακὰ ἔργα, Od.. 17, 158; u. c. partic., εἰ γὰρ ἐγὼ πυθόμην ταύτην ὁδὸν ὁρμαίνοντα, 4, 732, hätte ich erfahren, daß er diese Reise vorhabe; vgl. ὡς ἐπύθετο τοὺς Ἕλληνας ἀποιχομένους, Her. 9, 58; ὅταν τὰ λοιπὰ πυνθάνηται κακά, Aesch. Prom. 965; πεύσῃ δὲ χάρμα μεῖζον, Ag. 257; ἐὰν θνήσκοντας ἢ τετρωμένους πύθησθε, Spt. 225; πᾶσαν πυθέσθαι τῶνδ' ἀλήθειαν πέρι, Soph. Tr. 91; πεπυσμένη πάρει πάθημα τοὐμόν, 140; τάχ' ἄν με πύθοισθε σισωσμένον. Ai. 677; πέπυσται τὸν ἐμὸν ἐκθετον γοιον, Eur. Andr. 70; u. in Prosa, οὐ γάρ τί πω πάντα σαφῶς πεπύσμεθα, Plat. Charm. 153 c; u. Sp., πεπυσμένοι τὰ γεγονότα, Pol. 4, 73, 1; περί τινος, Her. 2, 75; Xen. An. 5, 5, 25; ὑπέρ τινος, Soph. O. R. 1444; – τινός τι, von Einem, durch ihn Etwas hören, erfahren, Etwas aus Jemandes Munde hören, πολλάκι γὰρ τόγε μητρὸς ἐπεύθετο, Il. 17, 408; Od. 10, 537; ἄνακτος αὐτοῦ πάντα πεύσομαι λόγον, Aesch. Ag. 585; οὐδεὶς ὅτου πευσόμεθα τἀκεῖ πράγματα, Ar. Av. 1120, vgl. Ach. 204; u. in Prosa, τὸ γὰρ αἴτιον αὐτῶν πεύσεσθε, Plat. Critia. 113 a; auch ἐκείνων πευσόμεθα πῶς λέγουσιν, Rep. VII, 530 e, vgl. Euthyphr. 4 c; – τινός, ἦ μάλα λυγρῆς πεύσεαι ἀγγελίης, du wirst eine sehr traurige Nachricht zu hören bekommen, Il. 18, 19; ἀγγελιάων πεύσεται, Od. 2, 256; ἔρχεο πευσόμενος πατρός, von dem Vater, über den Vater Etwas zu erfahren, 1, 281. 15, 270; ἄλοχος δ' οὔπω τι πέπυστο Ἕκτορος, Il. 22, 437; auch hier tritt ein partic. hinzu, πυθέσθην ἡνιόχοιο πεσόντος, sie merkten, daß der Rosselenker fiel, von den Rossen gesagt, Il. 17, 227, vgl. 377; εἴ κεν τοῦ πατρὸς ἀποφθιμένοιο πυθοίμην, 19, 322; θέλων δὲ τῶνδε πεύσεται λόγων, Aesch. Ch. 754; ἀγγέλων πεπυσμένοι, Suppl. 182; – παρά τινος, von Einem erfahren, Aesch. Prom. 990; auch ἀπό τινος, Ch. 726; πρός τινος, Her. 9, 58; ἔκ τινος, 7, 182; ταῦτα παρ' αὐτῶν πυνθάνο υ, Plat. Lach. 187 b, u. öfter; vgl. εὖ ἔχει τὰ τῆς σῆς τέχνης παρὰ σοῦ πυνθάνεσθαι, Gorg. 455 c; παρὰ τῶν λεγόντων πευστέον, τί λέγουσιν, Soph. 244 b; er verbindet auch πυνθάνομαι καὶ ἐρωτῶ, Hipp. min. 372 c; vgl. noch Euthyd. 295 c, οὐ τοίνυν ἀποκρινοῦμαι πρότερον πρὶν ἂν πύθωμαι, u. so oft = fragen; auch ὁ αἰσθόμενος καὶ πυθόμενος vrbdn, Legg. VI, 762 d.