ὀλοός
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ή, όν, (ὄλλυμι)
A destructive, deadly, ὀλοὴ Κήρ Il.18.535 ; μοῖρ' ὀλοή 16.849, al. ; ὀλοῷ Ἀχιλῆι 24.39 ; πυρὸς ὀλοοῖο Od.12.68 ; ὀλοῷ ἐνὶ δεσμῷ 22.200 ; πόλεμος, μάχης πόνος, Il.3.133, 16.568 ; λύσσα, γόος, μῆνις, 9.305, 23.10, Od.3.135 ; γήραος οὐδός Il.24.487 ; νύξ 16.567, al. ; ὀ. τύχαι A.Pr.553 (lyr.) ; νιφάς Id.Th.213 (lyr.) ; θηρὸς κέρας Call.Fr.249 ; γηγενέων ἀνδρῶν ὀ. στάχυς A.R.3.1338 : c. inf., ὀ. φέρειν ζυγόν, of the wild horse, Opp.C.3.261 ; ὀλοὰ φρονεῖν design ill, τινι Il.16.701 : Comp. ὀλοώτερος 3.365,23.439 : Sup. -ώτατος (as fem.), ὀδμή Od.4.442 : neut. pl. as Adv., ὀλοὰ στένει S.Tr.846 (lyr.), cf. El. 843 (lyr.).—Rarer collat. forms are ὀλοιός, as ὀλοιὴ μοῖρα πέδησεν Il.22.5 ; ὀλοιῇσι φρεσὶ θύει 1.342 ; γῆρας ὀλοιόν h.Ven.224 ; ὀλώϊος, Hes.Th.591 ; θάρσος ὀλώϊον Nonn.D.13.416 ; οὐλοός, A.R.2.85,3.1402 (fem. -ός Man.6.464) ; ὀλός (q.v.). II rare in pass. sense, destroyed, lost, ὀλοοὺς ἀπέλειπον A.Pers.962 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 326] (ὄλλυμι), vernichtend, verderblich, Tod u. Verderben bringend; oft Hom. u. Hes., sowohl von Personen, bes. Κήρ u. Μοῖρα ὀλοή oft, auch Ἀχιλλεύς, Il. 24, 39, als von Sachen, μάχης ὀλοὸς πόνος 16, 568, πόλεμος 3, 133, φόβος, Flucht, 11, 71, γόος 23, 10, πῦρ 13, 629, μῆνις, λύσσα, Od. 3, 135 Il. 9, 305, νύξ 16, 567; θεῶν ὀλοὰς διὰ βουλάς, Od. 11, 246; τῷ ὀλοὰ φρονέων, im Ggstz von ἀρήγω, Verderben sinnend, Il. 16, 701; compar. und superl., οὔτις σεῖο βροτῶν ὀλοώτερος ἄλλος Il. 23, 439, θεῶν ὀλοώτατε πάντων 22, 15; auffallend 2 Endgn, ὀλοώτατος ὀδμή, Od. 4, 442; Tragg.: σὰς ὀλοὰς τύχας, Aesch. Prom. 553; νιφάδος ὀλοᾶς νιφομένης, Spt. 195; τέρας, Eur. Or. 1000; φέγγος, Troad. 850; sp. D.: δράκων, Gaetul. 4 (VI, 331); οἶμος Ἅΐδου, Diod. 9 (VI, 627). – S. auch οὐλοός u. οὖλος, wie ὀλοίϊος, ὀλοιός u. ὀλώϊος. – Pass., untergegangen; ὀλοοὺς ἀπέλιπον, Aesch. Pers. 923; Soph. El. 833, vgl. Trach. 843.